Η κουτσή δημοκρατία, του Θανάση Σκαμνάκη
Στην ελληνική πολιτική ζωή βρέχει, νομοσχέδια, τροπολογίες και άρθρα νυχτερινά, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οχυρωμένοι, όχι μόνο τώρα με την καραντίνα, πίσω από ερμητικά κλειστά στη δημοκρατία παραπετάσματα οι κυβερνήτες κυβερνούν. Αυτή είναι η όψη της νομικής και πολιτικής βίας. Η οποία ακολουθείται από την αστυνομική. Μια αστυνομία για κάθε κοινωνικό πρόβλημα είναι, μπορούμε να εικάσουμε, η συνταγή. Μια αστυνομία για τα πανεπιστήμια μπαίνει σε λειτουργία, μια αστυνομία για το μετρό εξήγγειλε προχθές ο αρμόδιος σερίφης τη άγριας ανατολής μας και ποιος ξέρει ποια συνέχεια έπεται.
Ποτέ ως σήμερα, μετά τη μεταπολίτευση, δεν ήταν τόσο συμπαγής και εκτεταμένη η παρουσία των αστυνομικών δυνάμεων και της συνακόλουθης αστυνομικής βίας. Σε νευραλγικούς τομείς της κοινωνικής ζωής εγκαθίσταται ένα καθεστώς αστυνομικής επιβολής.
Είναι μόνο αυτό; Η εκτεταμένη παρακολούθηση των πολιτών (μέσω καμερών, δορυφόρων, κινητών τηλεφώνων, διαδικτύου, ηλεκτρονικών υπολογιστών) γίνεται η πρακτική επιτήρησης και η συναυλία των μέσων μαζικής ψευδολογίας γίνεται το σύννεφο της συσκότισης των συμβαινόντων.
Μας περικυκλώνει απειλητικά, και εμφανώς και ανεπαισθήτως, ένας νέος τεχνολογικός και νεοφιλελεύθερος ολοκληρωτισμός. Και το φαινόμενο δεν είναι κυρίως, ακόμα και πρωτίστως, ελληνικό.
Η εκτεταμένη αστυνομική παρουσία και βία συνιστά ένα μόνο στοιχείο της εκπίπτουσας δημοκρατίας. Είναι απλώς η κατασταλτική πλευρά ενός κράτους που αφαιρεί σταδιακά, και συχνά ανεπαισθήτως, δικαιώματα και ελευθερίες είτε με το πρόσχημα της ασφάλειας, είτε της οικονομικής ανάγκης (ευημερίας!), είτε της εξωτερικής απειλής, είτε, ευκαιρίας δοθείσης, του ιού.
H φιλελεύθερη δημοκρατία, η αστική, όπως μας παραδόθηκε, όπως και όσο τη ζήσαμε, συνδέεται με τη δημιουργία του έθνους-κράτους, και συνεπώς την αστική επανάσταση.
Ως μια διακυβέρνηση του λαού και για το λαό, τουλάχιστον στη θεωρία της. Σήμερα όμως
η παγκοσμιοποίηση υπονομεύει το ίδιο το έθνος-κράτος, μεταθέτοντας καίριες αποφάσεις σε υπερεθνικά κέντρα ή σε πολυεθνικά υπερμονοπώλια, ενώ ο επελαύνων νεοφιλευθερισμός απαιτεί μείωση του ρόλου του, στο τμήμα εκείνο της δημοκρατίας που το κράτος φροντίζει για αναδιανομή των αγαθών με βάση τις ανάγκες του λαού.
Η λειτουργία του αστικού κράτους ως μεσολαβητή μεταξύ των δικαιωμάτων των πολιτών και των απαιτήσεων συσσώρευσης κεφαλαίου έχει δραστικά πληγεί. Ο νεοφιλελευθερισμός αξιοποίησε τόσο την οικονομική κρίση του 2008 όσο και την υγειονομική κρίση του παρόντος για να σαρώσει δικαιώματα και να βαθύνει το κράτος του κεφαλαίου. Αυτό συνδέεται και με την υποστολή του εθνικού ρόλου έναντι των παγκοσμιοποιητικών ολοκληρώσεων. Οι οίκοι αξιολόγησης είναι ρυθμιστές εξελίξεων σε πλανητική κλίμακα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, το ΔΝΤ και λοιποί διεθνείς οργανισμοί ορίζουν τις πολιτικές επιλογές μεγάλης κλίμακας.
Το μοντέλο της ελεύθερης αγοράς δεν είναι συμπλήρωμα στη φιλελεύθερη δημοκρατία, αλλά εναλλακτική επιλογή. Ή μάλλον, εναλλακτική επιλογή απέναντι σε κάθε είδους πολιτική. Η “αγορά” αντικαθιστά την πολιτική, όπως και ο καταναλωτής υποκαθιστά τον πολίτη.
Εδώ ακριβώς σημειώνεται η αντίφαση. Λιγότερο κράτος μεν, αλλά, όπως σημειώνει και ο Φρ. Τζέημσον “η δημιουργία οποιασδήποτε ανεξάρτητης από κυβερνήσεις ελεύθερης αγοράς απαιτεί τεράστιες κυβερνητικές παρεμβάσεις και, εκ των πραγμάτων, ενίσχυση της συγκεντρωτικής κυβερνητικής εξουσίας”.
Ο τρόπος που διαχειρίστηκε η αμερικανική κυβέρνηση επί Ομπάμα την κρίση είναι το εντυπωσιακό παράδειγμα, τότε που μερικά τρισεκατομμύρια δολάρια διοχετεύτηκαν από τον κρατικό προϋπολογισμό προς τις ιδιωτικές τράπεζες.
Και να λοιπόν, το λιγότερο κράτος του νεοφιλελευθερισμού αφορά τους πάνω, τις ελίτ, και το περισσότερο κράτος αφορά τους κάτω, το λαό. Κι όσο αυτή η ψαλίδα ανοίγει τόσο το αδιαφανές, συγκεντρωτικό κράτος ενδυναμώνεται και εντός αυτού οι κατασταλτικές-αστυνομικές- κατασκοπευτικές λειτουργίες του.
Οι κυβερνήσεις κρατούν όσο μεγαλύτερο μέρος μπορούν από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων έξω από το πεδίο της δημοσιότητας και της πολιτικής λειτουργίας. Η Βουλή μετατρέπεται σε μια μηχανή παραγωγής τροπολογιών σε μια νύχτα, νομοθετικές ρυθμίσεις γίνονται με κυβερνητικές πράξεις, οι κυβερνώντες “οδηγούν” δικαστικές αποφάσεις και καταπατούν την ιδέα της αυτοτελούς δικαιοσύνης, εξαγοράζουν και κατευθύνουν τα μέσα ενημέρωσης, ή εξαγοράζονται και κατευθύνονται από αυτά (μια διαπλοκή με πολλά μυστήρια και πολλά λεφτά), στους εργασιακούς χώρους καταργούνται κρίσιμα δικαιώματα συλλογικών αποφάσεων και δράσης, στα πανεπιστήμια εγκαθίστανται αστυνομικές φρουρές.
Η άμυνα της κάθε χώρας οργανώνεται πρωτίστως απέναντι στην εσωτερική, εν δυνάμει, απειλή.
Κι οι μικροί σερίφηδες εκάστης αναλαμβάνουν μέσω της καταστολής να προλάβουν την έκρηξη μιας επερχόμενης οργής. Ή μέσω τραμπισμών και χρυσαυγών να την ωθήσουν προς μια ανέξοδη κατεύθυνση.
Η εικόνα της δικής μας υπουργού Παιδείας (και Θρησκευμάτων - γιατί πληθυντικός; ένα είναι το θρήσκευμα που προπαγανδίζουν στα σχολεία και την κοινωνία) μαζί με τον υπουργό της Αστυνομίας σε κοινή συνέντευξη για την πανεπιστημιακή… μόρφωση, αξίζει περισσότερο από τη φλυαρία των άρθρων μας. Αν μάλιστα στην ίδια συνέντευξη ήταν παρών και ο αρχιεπίσκοπος το σχέδιο θα ήταν πλήρες. Η αστυνομική επιβολή στα πανεπιστήμια, χώρους εν δυνάμει εντάσεων, δεν δείχνει μόνο την κοινωνική ισχύ της προβοκάτσιας σε περίοδο χαμηλής πολιτικοποίησης, αλλά και την ανησυχία των κυβερνώντων για τα όσα μπορεί να συμβούν. Τόσο που οι αναλογίες με τη χούντα να μη τους πτοούν.
Δεν ξαναγυρίζουμε όμως στη χούντα. Βουλιάζουμε στη νέα εποχή. Δεν εγκαθίσταται ένα αστυνομικό κράτος, αλλά ένα κράτος περιορισμένης δημοκρατίας, καταστολής και επιτήρησης, μερικές φορές με την επιδοκιμασία, ή έστω την ανοχή, του καταναλωτή λαού.
Ξανά περί δημοκρατίας λοιπόν.