Κι οι άνοιξες καλά κρατούν (του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη)
Οι δικές μου οι Πρωτομαγιὲς πιάνουν θέση στο πλάτωμα του δάσους, ανάβουν φωτιά, ψήνουν πανσέτες, πίνουν τσίπουρα, χορεύουν ροκ εν ρόλ, παίζουν μπουκάλα και, με το πουαρχίσουννα βαριούνται, σηκώνονται γρήγορα γρήγορα και φεύγουν.
Αργὰ το βράδυ οι δικές μου οι Πρωτομαγιὲς επιστρέφουν μόνες κι έρημες στο πλάτωμα του δάσους ανάμεσα σε σπασμένες καρέκλες, πεταμένα αποφάγια, πλαστικὰ μαχαιροπίρουνα, μισοσβησμένα κάρβουνα και τον μακρινὸ αντίλαλο απὸ συνθήματα. Πρωὶ πρωὶ την άλλη μέρα οι δικές μου οι Πρωτομαγιές, πουτυπικὰ δεν είναι πια Πρωτομαγιές, ξημερώνουν με μια χορωδία ερωτευμένων σπουργιτιών ανάμεσα σταγιασεμιὰ του φράχτη, με τοενύπνιο χαμόγελο βρέφους στην αγκαλιὰ της μαμάς του και μεένα σμήνος μελισσών γύρω απὸ τις ανθισμένες φλαμουριὲς των πεζοδρομίων. Απ’ όπου καιηέμμονη ημερολογιακή μου ιδιοτροπία, να συνεχίζουν δηλαδὴ οι δικές μου οι Πρωτομαγιὲς και στις 2, στις 3, στις 4 του Μάη καιακόμα πιο μετά.
Η Ιδιωτική μου Αντωνυμία, Κίχλη, 2018