Το μπαλκόνι (του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη)
Σταθμευμένο το αυτοκίνητο και περιμένω. Βγάζω τον φορητό, κάποιο διηγηματάκι για να γράψω. Στον πρώτο όροφο αυτή. Ογδόντα και. Σαν αλλοπαρμένη. Με σπασμένη τη φωνή. Και την ίδια πάντα ερώτηση. «Καλέ κύριε» ή «νεαρέ» ή «κυρία», ανάλογα με τον περαστικό, «τι ώρα είναι;». Έστω και αν δεν έχουν μεσολαβήσει ούτε δύο, τρία ή πέντε μόλις λεπτά από τον προηγούμενο. Τα γεράματα, λέω, λωλαίνουν τους ανθρώπους. Μπορεί και η μοναξιά. Ένα μπαλκονάκι ο κόσμος της. Θέλει κάποιον να μιλάει. Ακόμη και για ένα «εφτά παρά είκοσι» ή «έξι και σαράντα τέσσερα». Αλλά εγώ ψάχνω την ησυχία μου. Θέλει συγκέντρωση η γραφή. «Καλέ κυρία, τι ώρα είναι». «Εφτά παρά πέντε, κυρά Λένα» απαντά η περαστική δίπλα από το μισάνοιχτο τζάμι μου. «Τι τρέχει με την τρελόγρια;» προλαβαίνω να ρωτήσω. Γυρίζει προς το μέρος μου και σαν να με μαλώνει «Τέτοια μέρα, στις εφτά ακριβώς, έχασε τον γιο της σε αυτοκινητιστικό, πάνε τριάντα χρόνια» απαντάει. Και εγώ ξεροκαταπίνω, νιώθω να με πνίγει το αυτοκίνητο. Θέλω να γράψω ένα διήγημα για τα σταματημένα τα ρολόγια και για τους σκοτωμένους γιους που επιστρέφουν ύστερα από τριάντα χρόνια, για να ανέβουν στο μπαλκόνι και να φιλήσουν τα χέρια των μανάδων τους που ακόμη στέκουν και καρτερούν. «Καλέ κύριε, τι ώρα είναι;» ρωτάει με το που ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου. «Εφτά» της απαντώ δίχως να το πολυσκεφτώ. Και τη βλέπω να σκύβει το κεφάλι, να γυρίζει την πλάτη και να μπαίνει μέσα στο διαμέρισμα.
HΙδιωτική μου Αντωνυμία, Κίχλη, 2018