"Χουνέρι" και ακόμη 729 λέξεις τουρκικής προέλευσης...
Το σημερινό άρθρο έπρεπε να το είχα γράψει εδώ και πολύ καιρό, αλλά ολιγώρησα. Πριν απο 4 χρόνια, ένας φίλος μού είχε στείλει έναν κατάλογο
με «220 τουρκικές λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά», ο οποίος κυκλοφορούσε στο Διαδίκτυο και μου ζήτησε τη γνώμη μου. Αντί να του απαντήσω κατ’ ιδίαν, έγραψα ένα άρθρο με βάση εκείνον τον κατάλογο, παρόλο που είχε λάθη (λέξεις που δεν ήταν τουρκικής προέλευσης) και ελλείψεις (μεταξύ άλλων έλειπαν όλες οι λέξεις από το ΑΜ ως το ΓΙ), επειδή δεν προλάβαινα να φτιάξω έναν δικό μου κατάλογο χωρίς λάθη και επειδή παρά τα λάθη ο ανώνυμος συντάκτης του καταλόγου μού φάνηκε ότι έχει καλό γλωσσικό αισθητήριο. Και είχα σκοπό σε πρώτη ευκαιρία να φτιάξω έναν καλύτερο και πληρέστερο κατάλογο.
Ήταν λάθος -αφενός διότι αμέλησα να φτιάξω τον δικό μου κατάλογο και αφετερου διότι εκείνο το άρθρο που έγραψα έχει αναδημοσιευτεί αμέτρητες φορές, χωρίς όμως την εισαγωγή του -οπότε ο κατάλογος των 220 λέξεων (με τα λάθη του) πιστώνεται ή χρεώνεται σε μένα. Πολλές από αυτές τις αναδημοσιεύσεις έχουν γίνει σε, ας πούμε, ελληνοκεντρικούς ιστοτόπους, οπότε τα σχόλια των αναγνωστών έχουν αρκετό ενδιαφέρον, καθώς επιχειρούν, με αρκετή φαντασια πολλές φορές, να αποκαταστήσουν την τρωθείσα, όπως τη βλέπουν, παρθενία της γλώσσας μας. Αλλά για το θέμα αυτό αξίζει χωριστό άρθρο.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ όμως, το σαββατοκύριακο που βρήκα λίγο χρόνο έφτιαξα τον κατάλογο που θα δείτε πιο κάτω, με 730 λέξεις. Γιατί 730; Διότι τόσες βγήκαν (για την ακρίβεια είναι 727 λέξεις και τρία στοιχεία, τα επιθήματα -τζης και -λίκι και το πρόθημα καρα-). Βασικά, έκανα συγκερασμό δύο καταλόγων, τον κατάλογο με τα τουρκικά δάνεια που υπάρχει στο Ετυμολογικό Λεξικό Μπαμπινιώτη και τις λέξεις τουρκικής ετυμολογίας του Μείζονος Ελληνικού Λεξικού, που τις είχε φτιάξει σε κατάλογο ο Νίκος Λίγγρης σε μια συζήτηση στη Λεξιλογία. Το Μείζον έχει και κάμποσες λέξεις που έκρινα ότι δεν λέγονται πια τόσο πολύ, κι αυτές τις απέκλεισα. Από τον Μπαμπινιώτη δεν απέκλεισα λέξεις, αν και ίσως θα έπρεπε (ιδίως τα διάφορα επιφωνήματα που έχει στον κατάλογό του και που τα έβαλα και στον δικό μου).
Όταν λέμε «λέξεις τουρκικής προέλευσης» εννοούμε τις λέξεις που μπήκαν στην ελληνική γλώσσα από τα τουρκικά, ανεξάρτητα από την απώτερη προέλευσή τους, διότι αυτό είναι το επιστημονικά ορθό. Τούτο σημαίνει ότι περιλαμβάνονται όχι μόνο πάρα πολλες λέξεις περσοαραβικής προέλευσης αλλά και μερικά αντιδάνεια δηλ. λέξεις όπως το τεφτέρι, που είναι δάνεια από τα τουρκικά (defter) αλλά η τουρκική λέξη είναι με τη σειρά της δάνειο από τα ελληνικά (διφθέρα). Ο Μπαμπινιώτης, κακώς κατά τη γνώμη μου, δεν περιλαμβάνει στον κατάλογο του τα αντιδάνεια καθώς και κάποιες λέξεις με απώτερη δυτική προέλευση (π.χ. μπουγάτσα). Από την άλλη, υπάρχουν και λίγες λέξεις τουρκικής απώτερης αρχής που δεν τις έχω στον κατάλογο επειδή εμείς τις δανειστήκαμε απο άλλη γλώσσα (π.χ. οδαλίσκη, ορδή). Πάντως, για να προλάβω ενστάσεις, σημειώνω τα αντιδάνεια.
Μοιραία ανακύπτει το ερώτημα, πόσα είναι τα τουρκικά δάνεια της ελληνικής γλώσσας ή (αν δεν μας ενοχλεί η ανακρίβεια), «πόσες είναι οι τουρκικές λέξεις της ελληνικής γλώσσας». Δεν είναι εύκολες τέτοιες μετρήσεις, γιατί υπάρχουν λέξεις ξεχασμένες και λέξεις ζωντανές, όπως επίσης υπάρχουν αρχικές λέξεις και παράγωγες-σύνθετες λέξεις. Για παράδειγμα, από τη λέξη ‘γλέντι’ έχουμε και το ρήμα γλεντάω, έχουμε τον γλεντζέ και τη γλεντζού, που μας δίνουν το επίθετο ‘γλεντζέδικος’ και το επίρρημα ‘γλεντζέδικα’. Έχουμε το υποκοριστικό «γλεντάκι», ενώ από τον παράλληλο τύπο «γλεντίζω» που συνηθίζεται σε κάποιες περιοχές, παράγεται και το ουσιαστικό ‘γλεντιστής’. Έχουμε τέλος και τον γλεντοκόπο, το γλεντοκόπι ή γλεντοκόπημα, το ρήμα γλεντοκοπώ. Η μια «αρχική» λέξη δίνει δώδεκα μαζί με τα παράγωγά της. Δεν είναι όλες τόσο παραγωγικές, βέβαια.
Αλλά μεγαλύτερη δυσκολία είναι να αποφασίσεις αν θα καταμετρήσεις τις μισοξεχασμένες ή τις διαλεκτικές λέξεις τουρκικής προέλευσης, τον μουχτάρη και το σιτζίμι, το ασλάνι και τον βεζινέ, το ζάρφι, το καμπαρντίζω, ή τον ρεντέ . Αν πούμε 5000 λέξεις τούρκικης προέλευσης (χωρίς να μετράμε τα παράγωγα) δεν θα πέσουμε πολύ έξω. Αλλά αν θέλουμε λέξεις σχετικά διαδεδομένες, τότε ο αριθμός μικραίνει πολύ.
Κάποιων λέξεων η ετυμολογία είναι αμφισβητούμενη. Για να τις κατατάξω στον κατάλογο πήρα υπόψη μου τι λέει το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη, το ΛΚΝ και άλλες πηγές και μόνο όταν έγερνε η πλάστιγγα τις καταχωρούσα. Δεν βάζω δικές μου θεωρίες εδώ. Πήρα μόνο το θάρρος να χαρακτηρίσω «αντιδάνειο» το χαράτσι (δείτε εδώ γιατί) και να θεωρήσω τουρκικής προέλευσης το «μπανίζω» διότι κρίνω ότι η ετυμολογία την οποία δίνουν όλες οι πηγές (από το μπάνιο, επειδή προέρχεται από εκείνους που κρυφά έπαιρναν μάτι τις γυναίκες που άλλαζαν στην πλαζ ή που κρυφοκοίταζαν από μακριά τις γυναίκες που κολυμπούσαν) πρέπει να απορριφθεί για χρονολογικούς λόγους. Στον Χαμουδόπουλο (1871) υπάρχει σε ευρεία χρήση ο μπανιστής = κατάσκοπος, άρα το μπάνιο στη θάλασσα απορρίπτεται θαρρώ -αλλά πλατειάζω ενώ αξίζει ειδικό άρθρο.
Έχω φτιάξει κι έναν δεύτερο κατάλογο, με 271 λέξεις, μεταξύ άλλων αυτές που έκοψα από τον κατάλογο του Λίγγρη/Μείζονος. Εκεί έχω συμπεριλάβει και αρκετές λέξεις από το παλιό βιβλίο του Διζικιρίκη που ήθελε να ξετουρκέψει τη γλώσσα μας. Δεν έχω κάνει συστηματική προσπάθεια να αβγατίσω αυτές τις σπάνιες, ξεχασμένες λέξεις τουρκικής προέλευσης και κυρίως δεν έχω αναζητήσει συστηματικά διαλεκτικές λέξεις -όπως ας πούμε αυτές που καταγράφει ο Βασίλης Ορφανός στο βιβλίο του για τα τουρκικά δάνεια στο κρητικό ιδίωμα.
Τον παραθέτω και αυτόν, έτσι για να υπάρχει, παρόλο που δεν είναι τόσο καλά δουλεμένος. Αν κάποια λέξη είναι και στους δύο καταλόγους, είναι λάθος -θα έπρεπε να είναι μόνο στον πρώτο. Προς το παρόν, το άθροισμα των λέξεων των δύο καταλόγων βγάζει 1001 λέξεις, που δεν είναι καθόλου τυχαίο. Ωστόσο, αντιστάθηκα (προς το παρόν!) στον πειρασμό να ενοποιήσω τον κατάλογο και να τιτλοφορήσω το άρθρο «Χίλιες και μία λέξεις τουρκικής προέλευσης», όχι μόνο επειδή είμαι βέβαιος πως όλο και κάποιο λάθος θα έχω κάνει (π.χ. μια λέξη να είναι και στους δύο καταλόγους) και θα χαλάει ο σημαδιακός αριθμός αλλά κυρίως επειδή ο δεύτερος κατάλογος (των σπάνιων τουρκικών δανείων) αν είχε φτιαχτεί κανονικά και συστηματικά θα είχε αρκετά περισσότερες λέξεις από τον πρώτο. Κι έπειτα, οι δυο κατάλογοι δεν αθροίζονται, παρόλο που σε οριακές περιπτώσεις είναι συζητήσιμο αν μια λέξη ανήκει στον πρώτο ή στον δεύτερο. Από τον πρώτο κατάλογο περιμένω ο μέσος αναγνώστης να ξέρει το 80% των λέξεων τουλάχιστον και δεν θα με παραξενέψει αν αρκετοί τις ξέρουν όλες ή σχεδόν όλες. Από τον δεύτερο κατάλογο, ο μέσος αναγνώστης λίγες λέξεις θα ξέρει.
Από εσάς ευπρόσδεκτες κάθε λογής παρατηρήσεις: επισημάνσεις σφαλμάτων και αβλεψιών, διαφωνίες ως προς την ετυμολογία, διαφωνίες με την κατάταξη μιας λέξης στον Α ή στον Β κατάλογο (μπορεί να κρίνετε ότι μια λέξη του Β καταλόγου είναι πιο συχνή από κάποιαν του Α), κτλ.
Α. Καθημερινές, συχνές ή όχι σπάνιες λέξεις τουρκικής προέλευσης
- αβανιά
- αγάς
- αγιάζι
- αλάνα
- αλάνι
- αλατζάς
- άλικος,
- αλισβερίσι,
- αλμπάνης
- αμάν,
- αμανάτι,
- αμανές
- αμέτι μουχαμέτι
- αμιράς
- αμπάρι,
- αμπάς
- αναντάν μπαμπαντάν,
- αντερί
- αντάμης,
- αραλίκι,
- αραμπάς
- αριάνι,
- αρκαντάσης,
- ασίκης,
- ασκέρι,
- ασουρές,
- αστάρι
- ατζαμής,
- ατζέμ πιλάφι,
- άτι,
- ατλάζι
- άφεριμ,
- αφιόνι, (αντιδ.)
- αχούρι,
- αχταρμάς
- άχτι
- βάι
- βακούφι,
- βαριεστώ / βαριεστίζω,
- βασιβουζούκος
- βαχ
- βεζίρης,
- βελέντζα,
- βερεσές,
- βιλαέτι,
- βουρ
- γαρμπής
- γεμιτζής
- γενίτσαρος,
- γιαβάσικος,
- γιαβρί, γιαβρούμ,
- γιακάς,
- γιαλαντζί,
- γιάντες,
- γιαούρτι,
- γιαπί,
- γιαπράκι,
- γιαραμπής,
- γιαρμάς,
- γιασεμί,
- γιαταγάνι,
- γιατάκι
- γιαχνί,
- γελέκο, γιλέκο
- γινάτι
- γιοκ
- γιορντάνι
- γιουβαρλάκια,
- γιουβέτσι,
- γιούκος
- γιούργια,
- γιουρούσι,
- γιούσουρι
- γιούχα,
- γκαζά
- γκάιντα,
- γκαντέμης
- γκελ,
- γκέλα,
- γκέμι,
- γκεσέμι,
- γκιαούρης,
- γλέντι, γλεντζές
- γούρι, γουρλής,
- γρι-γρί
- γρουσούζης
- δερβέναγας
- δερβένι
- δερβίσης
- διαγουμίζω
- δοβλέτι, ντοβλέτι,
- εκμέκ
- εμίρης,
- εργένης,
- ερίφης
- εφέντης
- ζαγάρι
- ζαμάνι,
- ζαρζαβατικό,
- ζαφορά,
- ζάφτι,
- ζεβζέκης,
- ζεϊμπέκης
- ζεμπίλι,
- ζόρι,
- ζορμπαλίκι, ζορμπάς,
- ζουμπάς,
- ζουμπούλι,
- ζουρνάς
- θεριακλής
- ιμάμης,
- ιμάμ μπαϊλντί,
- ιραδές
- καβγάς,
- καβούκι,
- καβουρδίζω,
- καβουρμάς,
- καγιανάς
- καδής, κατής
- καζάνι,
- καζαντίζω,
- καζίκι
- καΐκι,
- καϊμακάμης,
- καϊμάκι
- καϊσί
- καλάι,
- καλαμπαλίκι,
- καλέμι, (αντιδ.)
- καλκάνι
- καλντερίμι,
- καλούπι, (αντιδ.)
- καλπάκι,
- κάλπης,
- καλπουζάνης
- κάλφας
- κάμα
- καμουτσίκι,
- καμουχάς, καμπουχάς
- καμπούρης (πιθ.αντιδ.)
- κανταΐφι
- καντάρι (αντιδανειακό)
- καπάκι,
- καπαμάς,
- καπλαμάς,
- καπλάνι,
- καπλαντίζω,
- καρα-,
- καραβάνα,
- καραβάνι,
- καραγκιόζης,
- καρακόλι,
- καραμπουζουκλής,
- καραούλι,
- καράς,
- κάργια,
- καρντάσης,
- καρπαζιά
- καρπούζι,
- καρσί,
- καρσιλαμάς,
- καρτάλι,
- κασέρι,
- κασμάς
- κατιμάς,
- κατιμέρι
- κατιφές,
- κατσίκα,
- καφάσι1
- καφάσι2
- καφέ-αμάν, καφενές, καφές, καφετζής
- καφτάνι,
- κεκές
- κελεπούρι,
- κεμέρι,
- κεμπάπ,
- κεσάτι
- κεσές
- κετσές
- κέφι
- κεφτές
- κεχαγιάς,
- κεχριμπάρι,
- κιλίμι,
- κιμάς,
- κιμπάρης,
- κινά,
- κιόσκι,
- κιοτής,
- κιούγκι
- κιούπι,
- κιρκινέζι
- κισμέτ
- κιτάπι
- κόζι
- κολάι
- κολαούζος,
- κολομπαράς,
- κομιτατζής, (λατινογενούς αρχής)
- κονάκι,
- κόπιτσα,
- κοτζάμ
- κοτζάμπασης,
- κοτσάνι
- κουβαρντάς, χουβαρντάς
- κουβάς,
- κουλαντρίζω,
- κουλές
- κουμάρι,
- κουμάσι
- κουμπαράς
- κουμπές
- κουμπούρι
- κουραμπιές,
- κουρμπάνι
- κουρμπάτσι
- κουρμπέτι
- κουσκούσι
- κουσούρι,
- κουτούκι,
- κουτουρού,
- κρεμεζί
- κωλοχανείο (κατά το β’ συνθετικό βέβαια)
- λαγούμι,
- λακριντί,
- λαπάς,
- λατέρνα (αντιδ.)
- λαχούρι,
- λεβέντης,
- λεκές,
- λελέκι,
- λέσι
- -λίκι
- λιμάνι (αντιδ.)
- λούκι,
- λουκουμάς,
- λουκούμι,
- λουλάς,
- λουφές
- μαβί
- μαγιά,
- μαγκάλι,
- μαγκούρα
- μαγκούφης,
- μαϊμού
- μαϊντανός (αντιδ.)
- μακαράς
- μανάβης
- μανουσάκι
- μαντέμι,
- μαντζούνι,
- μαούνα
- μαράζι,
- μαραφέτι,
- μαρκούτσι,
- μασιά,
- μασκαραλίκι, μασκαράς, (όχι με τη σημασία του μεταμφιεσμένου)
- μασούρι
- μαστούρης
- μαστραπάς
- ματικάπι
- ματρακάς
- μαχαλάς,
- μαχμουρλής
- μέγγενη (αντιδ.)
- μεζές,
- μεϊντάνι,
- μελτέμι,
- μεμέτης
- μενεξές,
- μεντεσές,
- μεντρεσές
- μεράκι, μερακλής,
- μερεμέτι,
- μεσοβέζικος
- μετερίζι,
- μετζίτι
- μιλέτι
- μιναρές,
- μιντέρι
- μουεζίνης
- μουλάς
- μουντζούρα
- μουρντάρης
- μουσακάς,
- μουσαμάς
- μουσαντένιος
- μουσαφίρης,
- μουσουλμάνος,
- μουστερής
- μουφλούζης,
- μουφτής
- μπαγδατί,
- μπαγιατεύω, μπαγιάτικος
- μπαγλαμάς,
- μπαγλαρώνω,
- μπαϊλντίζω,
- μπαϊράκι,
- μπαϊράμι,
- μπακάλης
- μπακίρι
- μπακλαβάς
- μπακούρι
- μπαλτάς
- μπάμια,
- μπαμπάς,
- μπανίζω
- μπαξές, μπαχτσές,
- μπαξίσι,
- μπαρμπούτι,
- μπαρούτι, (αντιδ.)
- μπασκίνας,
- μπασμάς,
- μπάστακας
- μπατάλης,
- μπαταξής, μπαταχτσής,
- μπαταριά (ιταλ. αρχής)
- μπατάρω
- μπατζάκι,
- μπατζανάκης,
- μπατίρης,
- μπάτσος (ο αστυνομικός)
- μπαχαρικό
- μπεγλέρι
- μπεζαχτάς,
- μπεζεστένι,
- μπέης,
- μπεκιάρης,
- μπεκρής
- μπελάς,
- μπεμπέκα
- μπεράτι
- μπερεκέτι,
- μπερντάχι,
- μπερντές,
- μπεχλιβάνης,
- μπινές,
- μπίτ,
- μπογιά,
- μπόγος,
- μπόι,
- μπόλικος,
- μποξάς
- μπόσικος,
- μποστάνι,
- μπουγάζι,
- μπουγάτσα,
- μπουγιουρντί
- μπούζι
- μπουζούκι,
- μπουλούκι,
- μπουλούκος,
- μπουνταλάς,
- μπουμπάρι
- μπουντρούμι (αντιδ.)
- μπουρέκι,
- μπουρί,
- μπουρνούζι,
- μπουρού,
- μπούρτζι,
- μπούτι,
- μπουχτίζω,
- μπριάμι
- μπρίκι,
- μπρισίμι
- νάζι,
- ναργιλές,
- νενέ
- νέφτι
- νισαντίρι
- νισάφι
- νισεστές,
- νταβαντούρι,
- νταβατζής,
- νταβραντίζω,
- νταγιαντίζω, νταγιαντώ,
- νταγλαράς,
- νταής,
- ντάλα,
- νταλγκάς, νταλκάς
- νταλιάνι (αντιδ.)
- νταλίκα
- νταλκαβούκης,
- νταμάρι,
- νταμπλάς,
- νταντά,
- νταούλι,
- νταχτιρντί
- ντε,
- ντελάλης, τελάλης,
- ντελβές
- ντελής
- ντερέκι
- ντερλικώνω
- ντερμπεντέρης,
- ντέρτι,
- ντέφι,
- ντιβάνι,
- ντιπ
- ντονμές
- ντουγρού,
- ντολμάς,
- ντονέρ
- ντορβάς, τορβάς,
- ντορής,
- ντόρτια,
- ντουβάρι,
- ντουζένι,
- ντουλάπι,
- ντουμάνι,
- ντουνιάς,
- ντουντούκα,
- ξίκικος
- οκά,
- οντάς,
- όπα
- ούζο
- ουλεμάς
- ουστ,
- ούτι
- παζάρι,
- παϊτόνι (αντιδ.)
- παλάσκα,
- παντζάρι,
- παντζούρι,
- παπάζι
- παπούτσι,
- παρακεντές
- παράς, παραλής
- παρτάλι,
- παρτσακλό
- πασάς,
- πασουμάκι, πασούμι,
- παστουρμάς,
- πατ κιουτ
- πατιρντί,
- πατσάς,
- πεζεβέγκης,
- πεϊνιρλί
- πελτές,
- περβάζι, πρεβάζι,
- πεσκέσι,
- πεσκίρι,
- πετιμέζι
- πιάζ
- πιλάφι,
- πλιγούρι
- πούλι,
- πούσι,
- πούστης,
- πριτσίνι
- ραβανί, ρεβανί,
- ραγιάς,
- ρακή, ρακί,
- ραμαζάνι,
- ράφι,
- ραχάτι,
- ρεζές,
- ρεζίλι,
- ρεμάλι,
- ρεμπέτης
- ρετσέλι,
- ρεφενέ
- ροζακί, ραζακί
- ρουμάνι,
- Ρούμελη
- ρούπι,
- ρουσφέτι
- σαγανάκι,
- σαγρέ,
- σαζάνι
- σάζι,
- σαΐνι,
- σακάτης,
- σακουλεύομαι
- σαλβάρι,
- σαλέπι,
- σάλι,
- σάμαλι,
- σαματάς,
- σαμούρι,
- σαντζάκι,
- σαντούρι,
- σαραγλί,
- σαρακατσάνος,
- σαράφης,
- σαρίκι,
- σαρμάς,
- σαστίζω
- σαχνισί
- σάψαλο
- σεβντάς,
- σεΐζης,
- σεΐχης,
- σεκλέτι,
- σελάχι (=ζώνη),
- σελέμης,
- σεντέφι,
- σεντούκι,
- σεράι, σαράι
- σερασκέρης,
- σεργιάνι,
- σερέτης,
- σερμαγιά, σιρμαγιά,
- σερμπέτι,
- σερσέμης
- σέρτικος,
- σεφέρι
- σεφταλιά
- σεφτές
- σιμίτι
- σινάφι
- σινί
- σιντριβάνι,
- σιρίτι,
- σισανές
- σις κεμπάπ,
- σιχτίρ,
- σκαμπίλι
- σκεμπές,
- σκιτζής,
- σοβάς
- σοβατεπί
- σόι,
- σοκάκι,
- σομακί
- σόμπα,
- σορολόπ,
- σουγιάς
- σουλούπι,
- σουλτάνος,
- σουνέτι,
- σουρουκλεμές,
- σουρτούκης, σουρτούκο
- σουτζούκι,
- σοφάς
- σοφράς
- σπαχής
- στουπέτσι,
- στράφι
- ταβάνι,
- ταβάς, νταβάς
- ταΐνι, ταγίνι,
- ταϊφάς, νταϊφάς
- τακίμι,
- ταμάμ
- ταμάχι,
- ταμπλάς,
- ταμπουράς
- ταμπούρι,
- ταξίμι,
- τάπια, ντάπια
- ταραμάς,
- ταρσανάς,
- τάσι, τασάκι
- τασκεμπάπ,
- ταφτάς,
- ταχίνι,
- ταχταρίζω
- ταψί,
- τεζάκι, τεζάχι,
- τεκές,
- τελατίνι,
- τελεμές,
- τέλι,
- τεμενάς,
- τεμπέλης,
- τεμπεσίρι,
- τενεκές, ντενεκές,
- τέντζερης,
- τερζής
- τερτίπι,
- τεφαρίκι,
- τεφτέρι,
- τζάκι,
- τζαμί,
- τζάμι,
- τζάμπα,
- τζαναμπέτης,
- τζάνεμ,
- τζάνερο,
- τζατζίκι,
- τζερεμές,
- τζερτζελές,
- –τζής
- τζίβα
- τζιβαέρι
- τζιέρι,
- τζίνι
- τζιτζί
- τζουράς
- τζουτζές,
- τζουτζούκος
- τόπι,
- τουλούμι,
- τουλούμπα,
- τουλπάνι,
- τουμπεκί,
- τουμπελέκι,
- τουρλού,
- τουρμπάνι,
- τουρσί,
- τουφέκι,
- τράμπα,
- τραχανάς
- τροφαντός
- τσάγαλο,
- τσαγανός,
- τσάι
- τσαΐρι
- τσακ,
- τσακάλι,
- τσακίρ, τσακίρης,
- τσακμάκι,
- τσαλί
- τσαλίμι,
- τσαμασίρια,
- τσαμπουκαλής, τσαμπουκάς,
- τσανάκι,
- τσάντα,
- τσαντίρι,
- τσαούλι
- τσαούσης,
- τσαπατσούλης,
- τσαπράζια,
- τσαρδάκι,
- τσάρκα,
- τσαρούχι,
- τσα(ν)τίζω
- τσατμάς
- τσάτρα πάτρα,
- τσαχπίνης,
- τσεβρές,
- τσεμπέρι,
- τσέπη,
- τσέτης,
- τσιγκέλι,
- τσιγκούνης,
- τσικρίκι
- τσίλικος,
- τσιμούχα
- τσιμπούκι,
- τσιμπούσι,
- τσίπουρο
- τσιράκι,
- τσίσα
- τσίτα,
- τσίτι,
- τσιφλίκι,
- τσιφούτης,
- τσιφτετέλι,
- τσίφτης,
- τσογλάνι,
- τσόλι, τσολιάς
- τσοπάνης,
- τσότρα (αντιδ.)
- τσουβάλι,
- τσούλι,
- τσουλούφι,
- τσουμπλέκι
- τσουπ
- τσουράπι,
- τσουρέκι,
- τσουτσέκι,
- τσόχα
- φάκα,
- φακίρης
- φαράσι,
- φαρσί,
- φαρφουρί (αντιδ.)
- φελάχος,
- φερετζές,
- φέσι,
- φετφάς,
- φίλντισι,
- φιντάνι,
- φιρίκι,
- φιρί φιρί,
- φιρμάνι, φερμάνι,
- φιρφιρίκος,
- φισέκι, φισεκλίκι,
- φιστίκι,
- φιτίλι,
- φλιτζάνι,
- φουκαράς,
- φουφού
- φουντούκι (αντιδ.)
- φραντζόλα
- χαβαλές,
- χαβάνι
- χαβάς,
- χαβούζα,
- χαγιάτι,
- χάζι,
- χαϊβάνι,
- χαϊμαλί,
- χαΐρι,
- χαλάλι,
- χαλβάς,
- χαλί,
- χάλι,
- χαλίφης
- χαλκάς,
- χαμάλης,
- χαμάμ,
- χαμπάρι,
- χάνι,
- χάνος,
- χανουμάκι, χανούμισσα,
- χαντζάρι,
- χάπι,
- χαράμι,
- χαράτσι,
- χαρέμι,
- χαρμάνι,
- χαρούπι,
- χαρτζιλίκι,
- χασάπης,
- χασές,
- χάσικος
- χασίς, χασίσι,
- χατζής,
- χατίρι,
- χαφιές,
- χότζας,
- χουζούρι,
- χούι,
- χουνέρι,
- χουρμάς,
- χράμι
Β. ΛΕΞΕΙΣ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΥΧΝΕΣ Ή ΣΠΑΝΙΕΣ
- αβτζής
- αγιάνης
- αγκορά,
- αγριλίκι
- ακράνης
- αλικοντίζω
- αμπανόζι (αντιδ.)
- ανασόνι (αντιδ.)
- αντέτι
- απτάλης
- αρναούτης,
- αρσίζης
- ασλάνι
- αχμάκης
- αχτάρικο
- βαλής
- βαράκι (λεπτό φύλλο χρυσού)
- βεζινές
- βεράνι
- βερέμης
- γαζέπι
- γεμενί,
- γεντέκι
- γερδέλι (αντιδ.)
- γιαβέρης,
- γιαβουκλού,
- γιαγκίνι,
- γιαγλίδικος,
- γιάμπολη
- γιαράς
- γιαρές
- γιασμάκι,
- γιουφκάς
- γκαϊλές
- γκελμπερί
- γκιζεράω
- γκιρίζι
- γρέκι
- διασάκι
- εγρετίδικος
- εντεψίζικος,
- εσνάφι,
- ζάβαλης
- ζαϊρές
- ζαμπάκι,
- ζαμπίτης
- ζαμπούνης
- ζαναχάτι
- ζαπτιές
- ζαράρι
- ζαρίφης
- ζαρταλούδι
- ζάρφι
- ζεμπερέκι
- ζέφκι
- ζιαφέτι
- ίρτζι,
- καβάκι
- καβανόζι
- καβάσης
- καβάφης
- καβούτσι
- κακούμι
- καλεμκερί
- καλιοντζής
- καλτάκα
- καμπάδικος
- καμπαέτι
- καμπαρντίζω
- κανάτι (είδος παραθυρόφυλλου)
- κανταρτζής,
- καραγάτσι,
- καράγιαλης
- καραντί
- καράρι
- καρατζόβας
- κάρναξη
- κάρτικος
- κασαβέτι
- κάτι (η πτυχή, η δίπλα)
- κατσάκης
- κατσαμάκι
- κατσιρματζής
- καφαλτί
- κελεψές
- κενέφι
- κεντί
- κεπέγκι
- κερχανάς
- κιουστέκια
- κιρατζής
- κουβούσι
- κουγιουμτζής
- κουμέρκι
- κουντουρντίζω,
- κουρασάνι,
- κουρνάζος
- κουρσούμι
- λαλές
- λαφαζάνης
- λεγένι,
- λεμές
- λεμόντουζου
- λεμπλεμπί
- μακάμι
- μακάτι
- μαμές
- μαναφούκι
- μαντάς
- μαξούλι,
- μαξούμι
- μασάλι,
- μασάτι
- μασγάλι
- μασλάτι
- μεζάτι
- μερτζάνι
- μέστι
- μεταλίκι (αντιδ.)
- μισκίνης
- μούλκι
- μουλτεζίμι
- μουρτάτης
- μουσλούκι
- μουχαλεμπί
- μουχτάρης
- μούχτι
- μπαϊρακτάρης,
- μπαΐρι
- μπακάμι
- μπακράτσι
- μπαντανάς
- μπαρδάκι
- μπάρεμ
- μπατάκι
- μπεζερίζω, μπεζεράω
- μπεζίρι
- μπενεβρέκι
- μπεντένι
- μπεξής
- μπιρμπίλι
- μπιτσάκος
- μποζάς
- μπουλασίκης
- μπουχαρί
- μπουχασί
- ναλμπάντης
- ναμάζι
- νάμι
- ναμικιόρης
- ναμούσι
- νταγερές
- νιζάμης
- ντάμι
- νταμουζλούκι
- νταρί
- ντερσέκι
- ντούζικος,
- ντουλαμάς,
- ντουσουρμές
- ντούτι
- ορδί,
- ορμάνι
- ουσούλι
- παϊτέρης
- πάλα
- παντζέχρι
- παρμάκι
- παρτσάς,
- πάφιλας,
- περουζές
- πεσίνι
- πεστίλι
- πεστιμάλι
- πίτσικος
- ποτούρι
- ραβαΐσι,
- ραβέντι
- ράι
- ρεντές
- ρεσπέρης,
- σαγιάκι
- σαγούλι
- σαλκίμι
- σαλτανάτι
- σαμντάνι,
- σαράτσης
- σαρί
- σασκίνης
- σατίρι
- σεμπάπι
- σερβανί
- σερντάρης
- σεφερτάσι
- σιλετζέκι
- σιλτές
- σιτζίμι
- σκιάς
- σοπάκι
- σουλαντίζω
- σουλιμάς
- σούμπασης
- σουργούνι
- σουρμές
- ταβλαμπάς, ταυραμπάς,
- ταβούκ-κιοξού
- ταζέδικος
- τακάτι
- ταμπής
- ταράφι
- ταφλάνι
- τέγκι
- τελάκης
- τερμπιές
- τεπές
- τερλίκι
- τζανταρμάς
- τζελάτης
- τζεμπέλι
- τζιλβές
- τζιρίτι
- τζουμπές
- τιτίζης
- τιφτίκι
- τοκάς,
- τοκμάκι,
- τοπούζι,
- τορίκι,
- τουζλούκι,
- τουράς
- τουράκι
- τούρνα
- τουφάνι
- τρα, οτρά
- τσάμι
- τσαμπάζης
- τσαπαρί,
- τσαρσί,
- τσατάλι,
- τσελεπής
- τσελίκι,
- τσερτσεβές
- τσεσίτι
- τσιβί
- τσικμά-σοκάκ
- τσιμισίρι
- τσιπλάκης,
- τσιρίσι
- τσιφτές
- τσορβάς,
- τσορμπατζής
- τσοχαντάρης
- φούλι,
- φουρφούρι
- χαβλί
- χαζινές
- χαζίρι
- χαΐνης
- χαλές
- χαλίσικος
- χαμούρι
- χαντούμης
- χαραμής
- χαρανί
- χαρδάλι
- χαρμπί
- χάψη
- χεδίβης
- χοσάφι
- χοτζέτι
- χουσμεκιάρης
ΠΗΓΗ: https://sarantakos.wordpress.com/