Η Πρωτομαγιά του Γιάννη Ρίτσου
Οποιητικός λόγος του Γιάννη Ρίτσου αντιλαλεί σαν ύμνος δοξαστικός ή σαν παιάνας νίκης κρατώντας υψωμένο το χέρι του λαού που αγωνίζεται
. Πρωτομαγιά γεννήθηκε, το 1909 και το 1990 πήγε να συναντήσει τον Σικελιανό, τον Βάρναλη, τον Παλαμά για να συνεχίσουν τις ποιητικές τους δημιουργίες.
Είχε γράψει σ’ έναν χαιρετισμό ο Θέμος Κορνάρος, φίλος του από την εξορία:
«Του φιλώ με σεβασμό το χέρι, που με τόση στοργή και σοφία μας οδήγησε μέσα από νύχτες πηχτές για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Διάβασα το ποίημά σου, χιλιάδες μάτια ολόγυρά μου με κοιτάνε. Χιλιάδες μάτια από μέσα σου βλέπουνε με τα δικά μου μάτια, να δούνε πώς θα φερθώ. Κι έκλαψα. Χωρίς να ντρέπουμαι. Γιατί δεν ήμουν εγώ!
Άταφοί μείνανε οι όμορφοι νεκροί των αγώνων του έθνους μας στις μεγάλες στράτες. Τους δώκαμε, ποιητή, προσωρινό τάφο την καρδιά μας. Κι οι αγωνιστές που απομένουν ζωντανοί ολόγυρά μας, ξέρουνε τι πολύτιμο φορτίο κουβαλούνε και γι’ αυτό κοιτάζουνε σε τέτοιες στιγμές όχι εμένα, μα εκείνους τους αγαπημένους που συνωστίζονται στις στρατιές της μνήμης και της καρδιάς.
Είναι οι στιγμές που σμίγουν και μιλούν οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς, μέσα στη ματιά μας, στην κίνηση του προσώπου, στον γραφτό και στον άγραφτο λόγο.
Και τα δάκρυα που φανήκανε στα μάτια μου, διαβάζοντάς σε, κι οι αστραπές που τιναχτήκανε, κι η ομορφιά που πήραν αυτά τα μάτια, δεν ήτανε μήδε δάκρυα μήδε ομορφιά προσωπική, ραντεβού και κουβέντα ήταν των ζωντανών και των πεθαμένων αγωνιστών, που έλεγε για κάτι καινούριο που φάνηκε στην αλωνίστρα την ελληνική: το ποίημά σου Γιάννη Ρίτσο…»
Από τα πρώτα δημοσιευμένα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, του 1928, είναι οι «Στερνοί Περίπατοι», εμπνευσμένο από τις κοπέλες του Φθισιατρείου:
«Περίπατοι στερνοί στο δάσος το έρημο, κάποιες χλωμές, θλιμμένες που περνούνε, σκυφτές κάτω απ’ τα κλώνια τα γυμνά και δε μιλούνε…
Γύρω τα φύλλα πέφτουνε ξερά, πέφτουν νεκρά, πικρά τα φύλλα και τρέμουν οι ψυχές δειλές κι ανήσυχες, καθώς τα φύλλα… τι θλίψη! Δάκρυα που έμειναν στ’ ακρόκλωνα απ’ την πρωινή βροχή. Βαριά σταλάζουν, σωπαίνουν τα πουλιά… Χλωμά τα ισκιώματα ανατριχιάζουν…»
Το πώς ο Γιάννης Ρίτσος είναι απέραντος με διεθνή απήχηση είναι χιλιογραμμένο. Η ζωή του, οι διώξεις, τα βασανιστήρια είναι κι αυτά γνωστά. Φέτος στην επέτειο των γενεθλίων του, θέλω να προσεγγίσω περισσότερο το έργο του που είναι πιο άγνωστο. Παραμένει αξέχαστη η παράσταση το 1971 στην πόλη Αβινιόν της Γαλλίας, στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ όπου ζωντάνεψε το ποίημα «Χρυσόθεμις». Βρισκόμαστε στη Σαρτρέζ σ’ ένα χώρο υποβλητικά ωραίο που θυμίζει καλοστημένο σκηνικό, τοίχοι πανύψηλοι, γοτθικές αψίδες, κιονοστοιχίες και για στέγη ο βραδινός ουρανός.
Ένα μοναστήρι ερειπωμένο. Με εντυπωσίασε ένα κείμενο που είχε γράψει ο Ζαν Ζακ Λερράν, το οποίο ανακάλυψα μέσα από το πολύτιμο αρχείο μου για την παράσταση «Χρυσόθεμις» που όπως είναι γνωστό είναι η αδερφή της Ηλέκτρας και της Ιφιγένειας:
«Στο βάθος ένας τοίχος που οι προβολείς αναδείχνουν κάθε του πέτρα. Πάνω του στηριγμένη μια απλή εξέδρα όπου ακούμπησαν κάσες και ξερά κλαδιά. Τι σκηνικό για τον λόγο ενός ποιητή! Εκεί η Κατρίν Σελλέρς, υπακούοντας σε μυστικές φωνές, ζωντανεύει τον μονόλογο της «Χρυσόθεμις» που είχε γράψει ο ποιητής όταν ήταν κρατούμενος στην Γυάρο, στη Λέρο και εξόριστος στη Σάμο.
Γριά πια η Χρυσόθεμις, με την ευκαιρία μιας συνέντευξης, μιλάει, διηγείται, εξομολογείται για ένα παρελθόν που πολλά υπαινίσεται. Σε μια θαυμάσια γλώσσα, γεμάτη εικόνες ολόφωτες και μαζί μυστικές, απαστράπτουσες κι όμως αυλακωμένες από πολλούς ίσκιους, επικαλείται κι αναπολεί μύθους, θρύλους κι ιστορία ενός πολιτισμού συχνά δέσμιου. Τα φανερά και τ’ απόκρυφα. Είναι η Ελλάδα της ανάμνησης, μία κόρη της πομπής των Παναθηναίων. Σ’ αυτό το ωραίο κείμενο η Κατρίν Σελλέρς, τυλιγμένη στα πέπλα μιας αδιάσειστης τραγικότητας και με μόνη την έντονη και συγκρατημένη φωνή της, χαρίζει τις φωνές της Αντιγόνης, της Ηλέκτρας, της Ιφιγένειας, όλων των νεαρών ηρωίδων της ελληνικής τραγωδίας, ηρωίδων θυμάτων που θα μπορούσαν να ‘χουν γεράσει λησμονημένες, ξαγρυπνώντας έναν κόσμο νεκρό κι αδιάκοπα ματωμένο.
Πότε είναι το ξέγνοιαστο κορίτσι του παλατιού, πότε η γριούλα η φθαρμένη μέσα στην σκόνη. Ο Πιέρ Ταμπάρ σκηνοθέτησε πολύ απέριττα αυτόν τον ακίνητο περίπατο με στιγμές φωτεινές όπου το πρόσωπο της Κατρίν Σελλέρς μεταμορφώνεται σε χλωμή μάσκα, και στιγμές μισόφωτου, όπου ζωντανεύουν τα ζωγραφισμένα μάτια στραμμένα προς το παρελθόν.
Τούτη η σπάνια συνάντηση ενός αρχιτεκτονικού μνημείου στην τελευταία συγχορδία του θανάτου και της ανάστασης, ενός ποιητή που ξέρει να δίνει τη λάμψη της καλοπελεκημένης πέτρας στις εικόνες του σκοταδιού και μιας ερμηνεύτριας που φέρει την ανεξάλειπτη προσωπίδα της τραγωδίας, έγινε ο μαγνήτης που μας τράβηξε και μας έφερε στη Σαρτρέζ. Εκεί, στην εσωτερική πλατεία, όσοι κάτοικοι δεν διώχτηκαν απ’ την εξέλιξη, παίρνουν το αέρα τους όπως οι Έλληνες τα βράδια στην Αγορά».
Εύα Νικολαΐδου